βαυκαλισμός

βαυκαλισμός
ο
ο εφησυχασμός με ψεύτικες ελπίδες και υποσχέσεις: Η σχέση μας χάλασε γιατί στηρίχτηκε στο βαυκαλισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαυκαλισμός — ο το να βαυκαλίζει, να αποκοιμίζει κανείς κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”